ιστάριον

ιστάριον
ἱστάριον, τὸ (Α)
μικρός ιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἱστάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱσταρίοις — ἱστάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱσταρίου — ἱστάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστάρια — ἱστάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστάρι — το 1. η φόδρα 2. το πρώτο στρώμα χρωματισμού σε κάποια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. astar, πιθ. < αρχ. ιστάριον, υποκορ. του ιστός] …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”